- μαγαρισιά
- ηη ακαθαρσία, η μόλυνση, η κοπριά: Οι αγελάδες γέμισαν μαγαρισιές το στάβλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαγαρισιά — η (Μ μαγαρισιά) 1. μόλυνση, ρύπανση, μαγάρισμα 2. ρύπος, κόπρος, ακαθαρσία, αποπάτημα 3. μιαρότητα, αμαρτία νεοελλ. μτφ. κλοπή αντικειμένων τού σπιτιού από ξένους ή οικείους την οποία διαισθάνεται κάποιος ότι έγινε επειδή συμβαίνουν διάφορα… … Dictionary of Greek
μαγάρισμα — το ατος 1. το λέρωμα με κοπριά, η μόλυνση: Το μαγάρισμα του σπιτιού από τα κατοικίδια ζώα. 2. η βεβήλωση, η μαγαρισιά: Το μαγάρισμα του ναού από τους αρχαιοκάπηλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)